-
1 ручной
ручн||ойприл1. τοῦ χεριοῦ, τής χειρός:\ручнойые часы τό ρολόι τοῦ χεριοῦ· \ручнойо́е полотенце ἡ πετσέτα γιά τά χέρια·2. (производимый руками) χειροποίητος:\ручнойа́я работа τό χειροτέχνημα, χειροποίητη ἐργασία· \ручнойа́я вышивка τό κέντημα, τό πλουμίδν3. (приводимый β действие руками) χειροκίνητος:\ручнойа́я мельница ὁ χειρόμυλος, ὁ χερόμυλος· \ручнойа́я швейная машина ἡ χειροκίνητη ραπτομηχανή, ἡ ραπτομηχανή τοῦ χεριοῦ-\ручнойая тележка τό χειραμάξι[ον], τό καρ-ροτσάκι· \ручнойа́я граната воен. ἡ χειροβομ-βίδα [-ίς]· \ручной тормоз τό χερόφρενο·4. (о багаже):\ручнойа́я кладь οἱ ἀποσκευές, οἱ μικροαποσκευές· \ручнойа́я корзина τό ζεμπίλι, τό καλάδι·5. (прирученный) ἐξημερωμένος, δαμασμένος, ήμερος:\ручной медведь ἡ ἐξημερωμένη ἀρκοῦδα· ◊ \ручнойа́я продажа а) (на улице) ἡ πώληση στό δρόμο, б) (в аптеке) ἡ πώληση χωρίς συνταγή· \ручнойые кандалы οἱ χειροπέδες. -
2 ручной
επ.1. του χεριού•-ые часы ωρολόγι του χεριού•
-ые пальцы τα δάχτυλα του χεριού•
-ые кандалы οι χειροπέδες•
-ые мышцы μυώνες των χεριών.
2. χειροκίνητος•-ая телега χειράμαξα•
-ая швейная машина ραφτο-μηχανή του χεριού•
ручной тормоз το χειρόφρενο•
-ая мельница ο χερόμυλος.
3. χειροποίητος--ая работа χειροποίητη εργασία, δουλειά του χεριού•-ая вышивка κέντημα του χεριού.
4. υποχείριος, εξημερωμένος (για ζώα).εκφρ.- ая продажа – α) πώληση φαρμάκων χωρίς συνταγή, β) πώληση πραγμάτων στο χέρι. -
3 ручной
1. (относящийся к руке) του χεριούτης χειρός2. (производимый руками, сделанный вручную) χειροποίητος 3. (приводимый в действие руками) χειροκίνητος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ручной
-
4 брашпиль
мор. о εργάτ/ης (της άγκυρας), το βαρούλκοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > брашпиль
-
5 выключатель
эл. о διακόπτηςвзрывозащищенный - προστατευμένος από έκρηξη/φλόγαмасляный - λαδιού, ο ελαιοδιακό-πτηςмногопозиционный - πολλών θέσεων, ρυθμιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключатель
-
6 домкрат
-а α.ανυψωτήρας•гидравлический домкрат υδραυλικός ανυψωτήρας•
ручной домкрат χειροκίνητος ανυψωτήρας.